- μναμοσύνα
- μναμοσύνα, ἡ (Α)(δωρ. και αιολ. τ.) βλ. μνημοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μναμοσύνα — μνᾱμοσύνᾱ , μνημοσύνη remembrance fem nom/voc/acc dual (doric) μνᾱμοσύνᾱ , μνημοσύνη remembrance fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μναμοσύνᾳ — μνᾱμοσύναι , μνημοσύνη remembrance fem nom/voc pl (doric) μνᾱμοσύνᾱͅ , μνημοσύνη remembrance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημοσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη των Τιτάνων Ουρανού και Γης. Ήταν μία από τις επίσημες συζύγους του Δία, και απέκτησε απ’ αυτόν τις εννέα Μούσες. Τη Μ. τη λάτρευαν σαν θεά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, όπου και υπήρχαν ιερά ή τόποι αφιερωμένοι… … Dictionary of Greek